Γράφω με αφορμή την αναβίωση, για λίγες παραστάσεις, του έργουQED, ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν, του Ρίτσαρντ Πάρνελ, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κοτανίδη, στον οποίο και αφιερώνω αυτές τις λίγες σκέψεις.
Οταν σπούδαζα μαθηματικά, στη δεκαετία του '70, μου φαινόταν εντελώς αδιανόητο να διαβάσω ένα μυθιστόρημα ή, ακόμη πιο αδιανόητο, να δω μια θεατρική παράσταση ή μια ταινία με θέμα τη ζωή ενός μαθηματικού. Αυτή η έλλειψη βέβαια δεν οφειλόταν στο ότι η βιογραφία είναι αδιάφορη ως θέμα στις αφηγηματικές τέχνες, αφού μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: από τον Σοφοκλή στον Πλούταρχο, από τον Σαίξπηρ στον Τολστόι, οι βίοι των μεγάλων ανθρώπων, ενίοτε και των μεγάλων παλιανθρώπων, αποτελούν αγαπημένο αντικείμενο των παραμυθάδων. Στην αρχή ήταν η ποίηση, μετά το θέατρο, μετά ο πεζός λόγος που καταπιάστηκαν με τους βίους των επιφανών. Επειτα, όταν ο κινηματογράφος πήρε από την ποίηση, το μυθιστόρημα και το θέατρο την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις του κοινού ως η πλέον δημοφιλής μορφή τέχνης, η βιογραφία υπήρξε σταθερή πηγή θεμάτων. Οι βασιλιάδες, οι πολιτικοί κι οι στρατηγοί, ακολουθώντας την αρχαία παράδοση, κέρδισαν εξ αρχής μεγάλη μερίδα της θεματικής, ενώ από τη δεκαετία του '30 και μετά αυξήθηκε και η ζήτηση για βίους κακοποιών. Καταϊδρωμένοι τους ακολουθούσαν σε δημοτικότητα κάποιοι καλλιτέχνες, μουσικοί ή ζωγράφοι.
Η μόνη ταινία που εγώ γνωρίζω από το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα με θέμα έναν ερευνητή επιστήμονα είναι Η Ιστορία του Λουί Παστέρ, το 1936, που κέρδισε το Οσκαρ όχι μόνο για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της, του Πολ Μιούνι, αλλά και για τον συγγραφέα του σεναρίου, Πιέρ Κολίνς. Η δομή της ταινίας αυτής σήμερα φαντάζει σαν ένα κλασικό μελόδραμα: ο ήρωάς της, ένας αγνός άνθρωπος αφοσιωμένος στο καθήκον, παλεύει ενάντια στην άγνοια, στις προκαταλήψεις και στις μικρότητες, για να καταφέρει τελικά να θριαμβεύσει. Η ζωή του Παστέρ βέβαια πρόσφερε αφορμές για τέτοιον χειρισμό, αλλά η δουλειά τού βραβευμένου σεναριογράφου ήταν να αναδείξει μέσα από μια ιστορία της επιστήμης μιαν άλλη, αρχαιότερη, βασισμένη στο παμπάλαιο μοντέλο της θηριομαχίας, όπου τα θηρία δεν ήταν μόνο τα φονικά μικρόβια που κυνηγούσε ο Παστέρ, αλλά και αυτά που αναφέραμε, η άγνοια, οι προκαταλήψεις, ο φθόνος και ο ανταγωνισμός των συναδέλφων του. Η επιτυχία της ταινίας έφερε στο κατόπι της, τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, και κάποιες ιστορίες εφευρετών, όπως του Τόμας Έντισον και του Γκράχαμ Μπελ.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, στο πλάι των μύριων κακών που έκανε, οδήγησε στην εκρηκτική ανάπτυξη όχι μόνο της τεχνολογίας και της ιατρικής αλλά και της βασικής επιστημονικής έρευνας. Η περίπτωση της ατομικής φυσικής είναι η πιο γνωστή, αλλά τα τεράστια κονδύλια που επενδύθηκαν, και η μεγάλη συγκέντρωση σπουδαίων επιστημόνων σε κέντρα εστιασμένα σε ειδικά προβλήματα, όπως π.χ. στο Λος Aλαμος και στο Μπλέτσλεϊ Παρκ, έφεραν επαναστατικές αλλαγές σε πολλούς άλλους κλάδους, όχι μόνο της φυσικής, αλλά της χημείας, της βιολογίας, ακόμη και των μαθηματικών. Κι όμως, παρά τις χιλιάδες ταινίες με θέματα παρμένα από τήν περιπέτεια του πολέμου, τις πρώτες δεκαετίες μετά τη λήξη του έγινε μόνο μια—απ᾽ όσο γνωρίζω πάντοτε—με θέμα βασισμένο σε μια τεχνολογική αναζήτηση: ήταν οι Καταστροφείς (κυριολεκτική μετάφραση του τίτλου Dam busters είναι «Οι καταστροφείς των φραγμάτων») που βασίστηκε στην ιστορία τού μηχανικού Μπαρνς Γουάλις και στην προσπάθεια της Μεγάλης Βρετανίας να κατασκευάσει ειδικού τύπου βόμβες για να χτυπήσει τα μεγάλα φράγματα στα ποτάμια της Γερμανίας. Αυτή η ταινία, συνδυάζοντας τα ιστορικά στοιχεία της εποχής και το σασπένς που της δίνει ο τελικός, πολεμικός στόχος, καταφέρνει να δείξει κάποιες από τις ανθρώπινες δυσκολίες της επιστημονικής-τεχνικής έρευνας με τρόπο που δεν είχε γίνει ως τότε, και κατ᾽ αυτό μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο πρωτοποριακή. Αν η Ιστορία του Παστέρ είχε ως μοντέλο της το μελόδραμα, οιΚαταστροφείς βασίστηκαν και στις συμβάσεις της πολεμικής ταινίας αλλά και—ακόμη πιο σημαντικό—στο κλασικό αφηγηματικό μοτίβο της αναζήτησης.
Κι έτσι, παρά τις πολλές αφορμές που έδινε ο πόλεμος, παρά την εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης μεταπολεμικά, και παρά το γεγονός ότι ο κινηματογράφος συνέχιζε να θέλγεται από τη βιογραφία και η βιομηχανία του να παράγει αμέτρητες ταινίες βασισμένες σε ιστορίες πολιτικών, στρατιωτικών, κακοποιών, κτλ., ο έρωτας αφηγηματικών τεχνών-επιστημονικής βιογραφίας παρέμεινε ανολοκλήρωτος.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν κάπως στη δεκαετία του '90, και άλλαξαν οριστικά την επόμενη. Θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χώρο από όσο εδώ διαθέτω να αναπτυχθούν οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτή η αλλαγή. Πέραν του προφανούς, ότι ίσως πια είχε φτάσει η ώρα της, οι δύο που λόγοι προβάλλονται συχνότερα είναι η ακόρεστη όρεξη της αγοράς για νέα θέματα, και η αυξανόμενη επιρροή της επιστήμης στην καθημερινή ζωή ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων. Και οι δυο λόγοι ισχύουν εν μέρει, αν και στους δύο μπορούν να εγερθούν ενστάσεις, αφού η αγορά ήταν ανέκαθεν αχόρταγη και η επιστήμη είχε διεισδύσει στη ζωή μας από πολύ παλαιότερα—και τα δυο αυτά χωρίς να έχουμε ταινίες ή άλλα αφηγηματικά έργα για επιστήμονες.
Η δική μου προσωπική άποψη, εντελώς συνοπτικά, είναι πως μεγαλύτερο ρόλο στην ανάπτυξη των επιστημονικών αφηγημάτων ευρύτερης κατανάλωσης έπαιξαν δυο άλλες εξελίξεις, μια στα γούστα του κοινού και μια στις απόψεις των δημιουργών που άρχισαν να αντλούν θέματα από την επιστήμη για τα έργα τους.
Η εξέλιξη στα γούστα του κοινού, ή τουλάχιστον μιας μεγάλης μερίδας του, πηγάζει από την πεποίθηση ότι ολοένα και περισσότερο ενισχύεται στην εποχή μας η πεποίθηση ότι ο κόσμος μας εξαντλείται στην υλική πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό, αν γίνει αποδεκτό, στρέφει προς την επιστήμη το ενδιαφέρον που συγκέντρωνε σε άλλες εποχής όχι μονάχα η θρησκεία, αλλά και η ίδια η φαντασία. Μαζί με τους αγγέλους, με άλλα λόγια, χάνουν για πολλούς το ενδιαφέρον τους και οι επινοημένες, αγγελικές υπάρξεις που πλάθουν οι συγγραφείς. Κι έτσι, ολοένα και περισσότερο βρίσκεις στις μέρες μας ανθρώπους—για κάποιους λόγους περισσότερους άνδρες παρά γυναίκες, και περισσότερο μεγαλύτερους στην ηλικία παρά μικρότερους—που θα σου πουν ότι ενώ αγαπούν το διάβασμα αποφεύγουν τα μυθιστορήματα και προτιμούν βιβλία που έχουν θέμα την ιστορία, την πολιτική, τον στοχασμό, ή την παρουσίαση επιστημονικών θεμάτων. Και είναι φυσικό σε μια τέτοια στροφή η επιστήμη να έρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του νέου αυτού κοινού, του τόσο διψασμένου για την πραγματικότητα, αφού η συμβολή των επιστημόνων στο τι συμβαίνει γύρω μας—αν και μάλλον παραμένει λιγότερο σημαντική από των πολιτικών ή των κακοποιών—είναι ολοένα και πιο καθοριστική.
Ο Φάυνμαν διδάσκει στην έδρα
Τη δεύτερη εξέλιξη που οδήγησε στη δημιουργία επιστημονικών αφηγημάτων, από το 1990 και μετά, την εντοπίζω στις απόψεις των δημιουργών τους ή, για να το πω ακριβέστερα, στην είσοδο στο παιχνίδι νέων δημιουργών, που είχαν μιαν άλλη αντίληψη για την επιστήμη. Η αντίληψη αυτή ήταν αφ᾽ ενός αποτέλεσμα καλύτερης παιδείας στο περιεχόμενο της επιστήμης—αυτή η παιδεία, βέβαια, συχνά πήγαζε απλώς από την κατανάλωση έργων εκλαΐκευσης—αλλά κυρίως μεγαλύτερης συναισθηματικής ταύτισης με τους επιστήμονες. Και ετούτο το δεύτερο, περισσότερο κι από το πρώτο, είναι που επιτρέπει σε κάποια έργα των τελευταίων δύο δεκαετιών, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και ταινίες, να ξεφεύγουν από τα κλασικά μοντέλα ιστοριών της επιστήμης, αφ᾽ ενός της υπαγωγής στο μελόδραμα, όπως στην Ιστορία του Λουί Παστέρ, και αφ᾽ ετέρου της εξάρτησης από συγγενικά θεματικά γένη, όπως γίνεται με τουςΚαταστροφείς και τις πολεμικές ταινίες. Στα έργα που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες με ήρωες επιστήμονες, είτε είναι βασισμένα σε πραγματικά πρόσωπα, όπως ο Τζον Νας κι ο Aλαν Τιούρινγκ, είτε σε επινοημένα, σε κάποιους επιστήμονες που πλάθει η φαντασία του δημιουργού, το αντικείμενο της έρευνας βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την αφορμή του μύθου.
Φυσικά, σε ένα μυθιστόρημα, κι ακόμη λιγότερο σε ένα θεατρικό έργο ή μια ταινία, δεν υπάρχει η δυνατότητα να παρουσιαστεί σε λεπτομέρεια, ή να αναπτυχθεί με τρόπο επαρκή, το περιεχόμενο μιας επιστημονικής αναζήτησης. Αυτό όμως που μπορεί να πετύχει ένα τέτοιο έργο, και κάποια από τα νεότερα αφηγηματικά έργα με θέματα από την επιστήμη πράγματι το πετυχαίνουν, είναι να δειχθεί η σχέση της έρευνας με τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Αυτή η σχέση έρευνας-ερευνητή, όταν τα δύο στοιχεία της είναι δραματουργικά κάπως ισορροπημένα, χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη μου τα πιο επιτυχημένα δείγματα αυτού του νέους είδους, των επιστημονικών αφηγημάτων. Η ισορροπία είναι απαραίτητη, όμως, γιατί όσα έργα, είτε μυθιστορήματα, είτε θεατρικά έργα, είτε ταινίες, επιχείρησαν να βάλουν υπερβολική έμφαση στο επιστημονικό περιεχόμενο της έρευνας—οι υπαίτιοι πολλών από αυτά είναι επιστήμονες που αναζητούν μεγαλύτερο κοινό για τον τομέα τους—δε στάθηκαν ικανά να διεκδικήσουν με αξιώσεις ένα κοινό προσανατολισμένο στην αφήγηση, ενώ εκείνα, από την άλλη, που εστίασαν στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών τους και μόνο, μπορεί μεν να έχουν δραματικό ενδιαφέρον, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως έργα που αφορούν την επιστήμη. Αν το βασικό θέμα ενός αφηγηματικού έργου είναι η σχιζοφρένεια ή ένας άτυχος έρωτας του ήρωά του, τότε έχει δευτερεύουσα σημασία το αν ο σχιζοφρενής ή ο ερωτευμένος πρωταγωνιστής είναι στρατηγός, γκάνγκστερ, ποιητής ή πυρηνικός φυσικός. Για να αποκτήσει η όποια ψυχική περιπέτεια ενός επιστήμονα ενδιαφέρον επιστημονικό, με άλλα λόγια, πρέπει αυτή να αγγίζει απαραίτητα το έργο του.
Τα έργα που, μέσω αυτής της ισορροπίας θέματος και χαρακτήρα, καταφέρνουν να ενσαρκώσουν κάποιες ουσιαστικές αλήθειες για αυτό που είναι η επιστήμη και οι επιστήμονες σήμερα, δεν είναι πολλά: σε διεθνή κλίμακα τα μετρώ σε μερικές δεκάδες. Κι όμως, παρά τον μικρό αριθμό τους, έχουν συζητηθεί τόσο ώστε να διεκδικούν τον τίτλο του αυτόνομου λογοτεχνικού γένους, που κάποιοι αποκαλούν «επιστημονική» ή, αν το θέμα είναι πιο ειδικό, «μαθηματική λογοτεχνία».
Με ένα από αυτά ακριβώς τα έργα, το QED, ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν, ο Γιώργος Κοτανίδης εισήγαγε πριν από δέκα χρόνια στο ελληνικό θέατρο την επιστημονική θεματική. Την περίπτωση του Φάυνμαν εγώ τη γνώριζα από την εφηβεία μου, όταν είχα επιχειρήσει να διαβάσω τις θρυλικές διαλέξεις του, τους περιβόητους εκείνους τρεις κόκκινους τόμους που απευθύνονται, υποτίθεται, σε αρχαρίους, αλλά στην πραγματικότητα είναι ό,τι πρέπει για να απωθήσουν από τη φυσική τον κάθε επίδοξο μελετητή της που δε βαστάν τα κότσια του. Ο τοίχος των άγνωστών μου μαθηματικών συμβόλων και εννοιών που με περίμενε στις σελίδες τους, καθώς και ο τρόπος του Φάυνμαν να βουτάει κατευθείαν στα βαθύτερα νερά, κι όποιον πάρει ο Χάρος, ήταν η αιτία που εγκατέλειψα κάθε σκέψη να σπουδάσω φυσική—και παράλληλα, ομολογώ, μια από τις αιτίες που με έσπρωξαν να θελήσω να καταλάβω καλύτερα τα μαθηματικά. Όμως ο θρύλος του Φάυνμαν έμεινε στον νου μου, πλουτίζοντας στα χρόνια των σπουδών μου—εκείνος ήταν τότε ακόμη ενεργό αστέρι της φυσικής—από τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τις εκκεντρικότητές του, που κάποιες από αυτές τις ζει ο θεατής του QED, ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν.
Σπουδάζοντας μαθηματικά κατάλαβα λίγο περισσότερο τη σχέση αυτού του τύπου της εκκεντρικότητας με την επιστήμη. Δε συνάντησα ποτέ τον ίδιο τον Φάυνμαν, όμως είχα την τύχη να γνωρίσω κάποιους από τους μεγάλους μαθηματικούς του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, αλλά και πολλούς από τους λιγότερο σημαντικούς, που όμως και αυτοί, «συντρέχοντες όσο μπορούνε» όπως θα έλεγε ο ποιητής, συνέβαλλαν στην πρόοδο της έρευνας. Φυσικά δεν έχει γενική εφαρμογή στην πραγματικότητα το πρότυπο—ή η καρικατούρα, σωστότερα—του «τρελού επιστήμονα». Παρ᾽ όλα αυτά, είναι πολύ συνηθισμένο να παρατηρείς, συναντώντας αφοσιωμένους επιστήμονες, ότι η ενασχόληση με την έρευνα σε αντικείμενα που απαιτούν υψηλό βαθμό διανοητικής αφαίρεσης, όπως είναι τα μαθηματικά και η θεωρητική φυσική, έχει συχνά ψυχικό αντίτιμο ή, ακόμη συχνότερα, ότι είναι προϊόν ενός αντιτίμου που έχει κατά κάποιο τρόπο καταβληθεί προκαταβολικά. Θέλω να πω με αυτό ότι δεν πρέπει διόλου να μας παραξενεύει η εκκεντρικότητα ενός επιστήμονα του αναστήματος του Ρίτσαρντ Φάυνμαν, αφού είναι η άλλη όψη της ιδιοφυΐας του. Μόνο ως άλλη όψη της ιδιοφυΐας του έχει νόημα, και μόνο ως τέτοια έχει νόημα να ερμηνευθεί.
Ο Γιώργος Κοτανίδης, στα χρόνια που μας πέρασαν, πρόσφερε στο θέατρό μας την ενσάρκωση δύο μεγάλων επιστημόνων, του Ρίτσαρντ Φάυνμαν ερμηνεύοντας έργο του Πίτερ Πάρνελ, και τον Κουρτ Γκέντελ, με έργο δικό μου. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση κατάφερε να μεταδώσει στο κοινό αυτό που οι συγγραφείς, γράφοντας θέατρο, μπορούμε μόνο να σημαδέψουμε στο χαρτί. Αλλά το θέατρο αρχίζει πέρα από τα σημάδια στο χαρτί, και πραγματώνεται μόνο ως διαπροσωπική σχέση, ηθοποιού και κοινού. Μόνο στη σκηνή, με μια άξια ερμηνεία, μπορούν τα θεατρικά πρόσωπα που περιγράφουν οι συγγραφείς να εκπληρώσουν τον προορισμό τους, που είναι να μιλήσουν στην ψυχή του θεατή, ενώπιος ενωπίω. Και αν μεν ο ηθοποιός ενσαρκώνει, όπως συνήθως, έναν τύραννο ή έναν εραστή, ένα σαγηνευτικό παλιόμουτρο ή κάποιο θύμα της μοίρας, έναν κυνηγό της περιπέτειας ή έναν γουστόζικο μπεκρή, το έργο του γίνεται κάπως ευκολότερο, καθώς παίρνει αμπάριζα από μια αρχαία παράδοση, που θέλει τέτοιους τύπους σταθερή πρώτη ύλη του θεάτρου. Αν όμως έχει να κάνει με έναν επιστήμονα, και μάλιστα με ένα πραγματικό πρόσωπο με σημαντικό διανοητικό έργο, τέτοιες ευκολίες δεν υπάρχουν—εκτός αν θέλει κανείς να καταφύγει σε ερμηνευτικά κλισέ και στερεότυπα. Ο Κοτανίδης τα αρνήθηκε τα στερεότυπα. Χωρίς να παραβλέπει τη γοητευτική εκκεντρικότητα του Φάυνμαν, και τη διόλου γοητευτική, αυτοκαταστροφική εκκεντρικότητα του Γκέντελ, στηρίχτηκε και στις δυο περιπτώσεις στο βάθος των προσωπικοτήτων που ενσάρκωσε, που είναι το έργο τους. Αντί να μείνει στην ευκολία, να παίξει στη σκηνή δυο «τρελούς επιστήμονες», ο Γιώργος Κοτανίδης ενσάρκωσε με επιτυχία αυτό που προσπάθησαν να αποδώσουν οι συγγραφείς των έργων που διάλεξε, δηλαδή ένα ίχνος από το βαθύ μυστήριο των ανθρώπων εκείνων που ανοίγουν νέους, δύσκολους δρόμους στην ανθρώπινη γνώση.
Το ελληνικό θέατρο του χρωστάει γι’ αυτό χάρη.