ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ 2014: Κλειδί, ο προσφερόμενος
αριθμός εισακτέων
Οι παράγοντες που θα επηρεάσουν φέτος την κίνηση των βάσεων εισαγωγής
ΕΡΕΥΝΑ – Του Χρήστου Κάτσικα
Δυόμισι περίπου μήνες απέμειναν για την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων καθώς η ημερομηνία «κλείδωσε» για την 27η Μαΐου, δηλαδή δύο ημέρες μετά τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών. Μεγάλη ανησυχία και ανασφάλεια κυριαρχούν στους πάνω από 100 χιλιάδες φετινούς υποψήφιους όλων των κατηγοριών, οι οποίοι, εκτός από το «πετσοκομμένο» (από πέρσι) μηχανογραφικό, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τον διαφοροποιημένο –σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές– προσφερόμενο αριθμό εισακτέων που αναμένεται να ανακοινωθεί τις επόμενες μέρες (το β΄ δεκαήμερο του Μαρτίου).
Πέρυσι ο συνολικός αριθμός των εισακτέων μειώθηκε σημαντικά, αφού δόθηκαν στα ΑΕΙ 69.288 θέσεις έναντι 76.094 θέσεων το 2012, ενώ φέτος όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι θα έχουμε μείωση των εισακτέων σε τμήματα των θεωρητικών επιστημών, όπως Φιλολογίας, Θεολογίας, αλλά και στα Παιδαγωγικά, ενώ δεν φαίνεται να μειώνονται οι θέσεις εισακτέων σε σχολές των θετικών επιστημών, δηλαδή Μαθηματικών, Χημείας, Φυσικής, κυρίως στα πανεπιστήμια της περιφέρειας.
Τι θα γίνει φέτος
Η ανίχνευση του «πώς θα κινηθούν φέτος οι βάσεις» στηρίζεται, ουσιαστικά, στην εξέταση τριών βασικών παραγόντων που λειτουργούν ως «πύργος ελέγχου» του σκαμπανεβάσματος των βάσεων και πριμοδοτούν τις «καταδύσεις» ή τις «αναρριχήσεις» τους:
α. Ο «βαθμός δυσκολίας – ευκολίας» των θεμάτων και οι επιδόσεις των υποψηφίων σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και ιδιαίτερα σε σχέση με την τελευταία χρονιά με την οποία γίνονται οι βασικές συγκρίσεις.
β. Ο αριθμός των υποψηφίων σε σχέση με τον αριθμό των εισακτέων που κάθε χρόνο παίζει τον ρόλο του «πασπαρτού» για τις βάσεις των πέντε Επιστημονικών Πεδίων.
γ. Η σχέση ζήτησης – προσφοράς θέσεων, δηλαδή, ο αριθμός των υποψηφίων που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στις «σχολές κύρους» ή στις «σχολές περιορισμένης ζήτησης» και οι προσφερόμενες θέσεις στις παραπάνω σχολές.
Οι δύο πρώτοι παράγοντες προδιαγράφουν, κυρίως, το «πατρόν» των γενικών βάσεων εισαγωγής στα πέντε Επιστημονικά Πεδία, ενώ ο άλλος παράγοντας (γ), κυρίως, «ξεναγεί» τους υποψηφίους στις «πίστες» των βάσεων κάθε Τμήματος Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ στα όρια των Επιστημονικών Πεδίων.
Στην κινητικότητα των βάσεων ο πιο σημαντικός παράγοντας ειδικά φέτος είναι ο προσφερόμενος αριθμός εισακτέων, καθώς τόσο με τις «αποσύρσεις» τμημάτων όσο και με τις συγχωνεύσεις υπάρχουν σημαντικές μεταβολές. Με βάση τις μέχρι τώρα πληροφορίες από το υπουργείο Παιδείας οι φετινές μεταβολές στον αριθμό των προσφερόμενων θέσεων θα δυσκολέψουν την πρόσβαση, σε σχέση με πέρσι, στο 1ο Επιστημονικό Πεδίο και ιδιαίτερα στις ήδη υψηλόβαθμες και περιζήτητες Νομικές Σχολές.
Αντίθετα, θα διευκολύνουν την πρόσβαση στο 2ο Επιστημονικό Πεδίο. Στο 4ο και στο 5ο Επιστημονικό Πεδίο η πρόσβαση θα είναι ευκολότερη -σε σχέση πάντα με πέρσι- στα πανεπιστημιακά Τμήματα και δυσκολότερη στα τμήματα των ΤΕΙ. Στο 3ο Επιστημονικό Πεδίο τα πράγματα θα παραμείνουν δύσκολα στις Ιατρικές Σχολές που αποτελούν τις ναυαρχίδες της ζήτησης των αριστούχων υποψηφίων και βεβαίως των πολύ υψηλών βάσεων εισαγωγής.
Οσον αφορά τη ζήτηση των Τμημάτων από τη μεριά των υποψηφίων δεν αναμένεται διαφοροποίηση σε σχέση με πέρσι. Η επιμονή μεγάλου τμήματος των υποψηφίων σε σχολές της περιοχής όπου κατοικοεδρεύουν (λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που, εκτός των άλλων, έχει μειώσει και τις προσδοκίες για αντιστοίχιση κάποιων σχολών με επαγγελματική αποκατάσταση), θα συνεχιστεί και φέτος, ενώ από την άλλη όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι δεν έχει αναδειχθεί καμιά σχολή ή ομάδα σχολών στις οποίες να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των υποψηφίων με διαφορετικούς όρους σε σχέση με πέρσι. Νομικές, Πολυτεχνικές, Ιατρικές και Στρατιωτικές Σχολές μαζί με συγκεκριμένα οικονομικά τμήματα θα τρυγήσουν και φέτος την αφρόκρεμα των πρώτων προτιμήσεων των υποψηφίων και από αυτή την άποψη ο παράγοντας ζήτηση δεν μπορεί να γίνει ο τροχονόμος της κίνησης των βάσεων εισαγωγής όπως παλιότερα.
Είναι φανερό ότι ο δημόσιος λόγος περί εύκολων ή δύσκολων θεμάτων έχει κάποια αξία μόνο σαν συγκριτικό στοιχείο καθώς για τη διαμόρφωση των βάσεων (άνοδος ή κάθοδος σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά) έχει σημασία όχι το «τι» έγραψαν γενικά οι υποψήφιοι, αλλά το «τι» έγραψαν σε σχέση με τους υποψήφιους της προηγούμενης χρονιάς.
Ο βαθμός ευκολίας – δυσκολίας των θεμάτων εκτιμούμε ότι δεν μπορεί να διαφέρει σημαντικά από πέρσι. Και αυτό κυρίως διότι τις προηγούμενες χρονιές με τα λεγόμενα διαβαθμισμένα θέματα (απλά, εύκολα, δύσκολα, δυσκολότερα) βρέθηκε ένας τρόπος βαθμολογικής διασποράς και κατανομής των υποψηφίων, κοντολογίς μια «στρατηγική διαχείρισης» του μαθητικού πληθυσμού που έχει ως σταθερά ορισμένες «εξωτερικές δεσμεύσεις».
Από αυτή την άποψη είναι εύλογο να περιμένει κανείς ελάχιστες διαφοροποιήσεις στον βαθμό ευκολίας – δυσκολίας των φετινών θεμάτων. Κι αν ένα μάθημα έχει πιο αυξημένο βαθμό δυσκολίας από τον περσινό, ένα άλλο θα έχει σίγουρα μικρότερο, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα στατιστικό ισοδύναμο.
Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ακόμα ένας λόγος που είναι σίγουρο ότι λαμβάνεται υπόψη τόσο από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ όσο και συνειδητά ή ασυνείδητα από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Θεμάτων: Εάν δοθούν στους υποψήφιους σαφώς δυσκολότερα θέματα από τα περσινά, τότε με τη φετινή αναλογία υποψηφίων – προσφερόμενων θέσεων εισακτέων θα έχουμε νέα ισχυρή πτώση των βάσεων, η οποία θα συνοδευτεί με νέα τεχνητή αύξηση του ήδη μεγάλου αριθμού των υποψηφίων που θα εισάγονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με βαθμολογίες κάτω από τη βάση (ιδιαίτερα στις ειδικές κατηγορίες).
Οι χειρότερες επιδόσεις των περσινών υποψηφίων που προκλήθηκαν από τον αυξημένο βαθμό δυσκολίας των περσινών θεμάτων σε σχέση πάντα με την προηγούμενη χρονιά και η συντριπτική μείωση των αριστούχων σε συνδυασμό με μια μη μετρήσιμη αλλά ορατή μείωση των προσδοκιών οδήγησαν σε μια πτώση… με πάταγο των βάσεων εισαγωγής στις περσινές πανελλαδικές εξετάσεις. Την κούρσα της πτώσης, η οποία συγκριτικά ήταν μια από τις μεγαλύτερες της τελευταίας δεκαετίας, οδήγησαν τα υψηλόβαθμα και περιζήτητα τμήματα όλων των επιστημονικών πεδίων, τα οποία «ξεφούσκωσαν» σημαντικά.
Η μεγαλύτερη πτώση σε τμήματα της περιφέρειας ήταν προϊόν της οικονομικής κρίσης, που ανάγκασε μεγάλο όγκο των υποψηφίων να κάνουν επιλογές με κριτήριο τον τόπο διαμονής (άρα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη συγκρατούν μεγαλύτερο από ποτέ τμήμα των υποψηφίων που κατοικοεδρεύουν σε αυτές), αλλά και του αφοπλισμού των επαγγελματικών προοπτικών του συνόλου των σχολών, γεγονός που και πάλι οδήγησε μεγάλο τμήμα των υποψηφίων να μη διακινδυνεύσει «επένδυση» σε σχολή που πραγματικά θα ήθελε εάν αυτή αύξανε το κόστος φοίτησης επειδή είναι εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας.
Πέρσι είχαμε βάσεις από τη γη έως τον ουρανό. Από τα 18.916 μόρια της Ιατρικής Αθήνας έως τα 4.215 μόρια της Διοίκησης Επιχειρήσεων της Ηγουμενίτσας. Αβυσσος!
Οι υποψήφιοι ενσωμάτωσαν με ταχύτητα φωτός τις αλλαγές στην αγορά εργασίας και μετακινήθηκαν ανάλογα στις επιλογές των τμημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης (δάσκαλοι) είχαν συνολικά πτώση καθώς «πλήρωσαν τη νύφη» της δραματικής μείωσης των προσλήψεων δασκάλων.
Τι αναμένουμε για φέτος
Αυτά πέρσι σε γενικές γραμμές. Ας δούμε, όμως, τι περιμένουμε φέτος:
* Στις φετινές εξετάσεις μπορούν να συμμετάσχουν χωρίς εξετάσεις και στο ποσοστό του 10% των θέσεων εισακτέων και οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ που συμμετείχαν στις πανελλαδικές του έτους 2013. Συμμετέχουν με τη βαθμολογία που πέτυχαν στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα (2 γενικής παιδείας – 2 ειδικότητας) και τα ειδικά μαθήματα, χωρίς να εξεταστούν ξανά σε κάποιο από τα προηγούμενα και μπορούν να δηλώσουν στο Μηχανογραφικό Δελτίο έτους 2014 μόνο τα Τμήματα του τομέα με τον οποίο ήταν υποψήφιοι στις εξετάσεις του 2013.
* Επίσης, φέτος, επιστρέφουν στο μηχανογραφικό δελτίο για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι αστυνομικές σχολές, όμως οι εισακτέοι δεν θα φοιτήσουν φέτος, αλλά θα περιμένουν έναν χρόνο για να εισαχθούν μαζί με τους περυσινούς εισακτέους που επίσης αναμένουν.
* Από την άλλη, είναι σίγουρο ότι η είσοδος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση το 2014 δεν θα καταφέρει να «καρφώσει» το χαμόγελο στις οικογένειες που τα ονόματα των παιδιών τους θα βρεθούν στον κατάλογο των επιτυχόντων. Και αυτό γιατί υπάρχουν δυο έντονοι προβληματισμοί που θα γκριζάρουν το τοπίο της επιτυχίας.
Το πρώτο πρόβλημα θα το έχουν περίπου 15.000-18.000 επιτυχόντες που θα πετύχουν την εισαγωγή τους εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας και γνωρίζουν ότι με την εξαφάνιση της κρατικής φοιτητικής μέριμνας, χρειάζονται περίπου έναν μισθό τον μήνα για να επιβιώσουν στη «Δημόσια και Δωρεάν Ανώτατη Εκπαίδευση» της χώρας μας.
Το δεύτερο πρόβλημα θα αφορά την πορεία των σπουδών του νέου φοιτητή σε ένα Πανεπιστήμιο το οποίο η κυρίαρχη εκπαιδευτική και οικονομική πολιτική το έχει κάνει να μοιάζει με μεθυσμένο καράβι σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Χέρι χέρι με την υποχρηματοδότηση που έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, βαδίζει η έλλειψη διοικητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού, αλλά και μια σκοτεινή επαγγελματική προοπτική μετά το πτυχίο, η οποία σαρώνει κίνητρα και προσδοκίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου